- ευέστιος
- εὐέστιος, -ον (Α) [ευεστώ]αυτός που ακμάζει, που ευημερεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐέστιον — εὐέστιος prosperous masc/fem acc sg εὐέστιος prosperous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέστιε — εὐέστιος prosperous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek